-
1 πρότερος
πρότερος, der vor Andern od. Andern voran ist, ein von πρό gebildeter compar., wie πρῶτος der superl. dazu ist, – 1) von der Zeit, früher, eher, älter; Hom. u. Hes. öfter, auch mit dem Zusatz πρότερος γενεῇ, älter von Geburt, Il. 15, 166. 182; πρότερος γεγόνει, 13, 355; παῖδες, Kinder aus der frühern Ehe, Od. 15, 22, wie πρότερος πόσις, Il. 3, 163; ὅς με πρότερος κάκ' ἔοργεν, 351; τὸν πρότερος προςέειπεν, 5, 276 u. öfter; τῇ προτέρῃ, sc. ἡμέρᾳ, am vorigen Tage, Od. 16, 50, wie ἠοῖ τῇ προτέρῃ, Il. 13, 794; auch als compar. mit dem gen., ἐμέο πρότερος, früher als ich, 10, 124, πρότερος ἐξ ἀρχῆς λέγων, Aesch. Eum. 553; u. in Prosa überall; τοῠ προτέρου βίου, Plat. Rep. X, 620 a; τοὺς παλαιο ύς τε καὶ προτέρους ἡμῶν, Hipp. mai. 282 b; auch da, wo wir das Adverbium setzen, προτέραν τοῠ ϑνητοῠ ἀπολομένην, Phaed. 86 d; Ggstz ὕστερος, Rep. V, 458 b; οἱ πρότεροι ἐπιόντες, Thuc. 1, 123; τοῖς προτέροις μετὰ Κύρου ἀναβᾶσι, Xen. An. 1, 4, 12, vgl. 5, 4, 26; τῷ προτέρῳ ἔτει τῆς ἥττης, Pol. 2, 43, 6; ἐν τῇ προτέρᾳ βίβλῳ ταύτης, 3, 40, 7. – 2) vom Orte, weiter nach vorn, voran, weiter vorwärts, wie man Il. 16, 569. 17, 274 erklärt, ὦσαν δὲ πρότεροι Τρῶες ἑλίκωπας Ἀχαιούς, wo auch an die Zeit zu denken ist; πρότεροι πόδες, Vorderfüße, Od. 19, 228. – 3) vom Range, von der Würde, vorangehend, vorzüglicher, πρότεροι ἡμῶν πρὸς τὰ τοῠ πολέμου, vorzüglicher als wir in Beziehung auf das Kriegswesen, Plat. Lach. 183 b; τῷ γένει, Isae. 1, 17. – Bes. häufig ist das neutr. πρότερον als adv. gebraucht, früher, eher, vorher, Her. u. Folgde; περὶ ὧν ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐπ οιοῠ, Plat. Prot. 317 e; πρότερον ἢ βασιλεῠσαι, Her. 7, 2, vorher, ehe er König war, u. sonst; aber auch ἤ c. verb. finit., 7, 54. 9, 87; πολλοὶ πρότερον τοῠ σώματος ἐπεϑύμησαν ἢ τὸν τρόπον ἔγνωσαν, Plat. Phaedr. 232 e; auch πρότερον πρὶν ἤ mit folgdm acc. c. inf., Her. 7, 116. 9, 16; u. c. verb. finit., 6, 45. 7, 8, 2. 9, 93; u. c. gen., ὀλίγον πρότερον τουτέων, 8, 95; τὸ πρότερον τῶν ἀνδρῶν τούτων, 2, 144. – Plut. vrbdt οὐ πρότερον ἀφῆκεν, εἰ μὴ ἐλϑεῖν τρεῖς τριήρεις, Lys. 10. – Oft tritt es zwischen Artikel u. Subst., ὁ πρότερον βασιλεύς, Her. 1, 84. 186; τὰ πρότερον ἀδική-ματα, 6, 87, wie αἱ πρότερον ἁμαρτίαι Ar. Equ. 1352; οἱ πρότερον, Plat. Prot. 319 d Rep. IV, 425 a u. Folgde; ἐκ τοῠ πρότερον χειμῶνος, Pol. 3, 54, 1. – Den komischen compar. προτεραίτερος s. oben.
-
2 καταλαμβάνω
A (in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), [dialect] Ion.- λάμψομαι Hdt.6.39
, [dialect] Aeol. - λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): [tense] pf. , etc. ( (Carpathos, iv B. C.)),- λελάβηκα Pherecyd.Syr.
ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] aor.- ελάμφθην Id.5.21
; (Zelea, iv B. C.): [tense] pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc.,τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433
, cf. Ar.Lys. 624, etc.;κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126
, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys. 263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33;κ. ἕδρας Ar.Ec.21
, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy. 1829 (vi A. D.), etc.:—[voice] Med., seize for oneself,τὰ πρήγματα Hdt.6.39
; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb.,κ. λόφον 1.19.5
, al.:—[voice] Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.2 of death, fatigue, disaster, etc.,τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε.. θάνατος Il.5.82
;Ἄργον.. κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν.. θανάτοιο Od.17.326
: c. dupl. acc., ;Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28
; befall, overtake,συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp. 1161
: freq.in Hdt., ; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; : folld. by inf.,νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149
, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20;κίνδυνος κ. τινά D.18.99
; rarely of good fortune,τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139
.3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax. 370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ ὄψεως] Pl.Phdr. 250d;ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι.. D.H.5.46
, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in [voice] Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288;ὅτι.. Act.Ap.4.13
;τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18
:— [voice] Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.II catch, overtake, come up with,τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63
, cf. 2.30, etc.:—[voice] Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.2 find on arrival, c. part.,τινὰ ζῶντα Hdt.3.10
;τὰ πλεῖστα.. προειργασμένα Th.8.65
;πάντα ἔξω Id.2.18
;ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp. 174d
;τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85
;τινὰ ἔνδον Pl.Prt. 311a
;τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8
;τι ὑπάρχον Arist.Top. 131a29
; detect,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap. 22b
:—[voice] Pass., , cf. Ev.Jo.8.3, etc.;κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164
; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to..,καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152
, cf. 3.118;καταλελάβηκέ με.. τοῦτο.. ἐκφῆναι Id.3.65
, cf. 4.105, 6.38.IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49;ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54
, cf. 18;εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31
; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86;Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9
.V hold down, cover,τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht. 165b
;τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26
; fasten down,κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c
, cf. Gal.13.358 (so in [voice] Med., D.S.3.37):—[voice] Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr. 870b11;τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig. 455b7
.2 keep under, repress, check,κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46
; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87;ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36
; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf.,κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162
; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked.., Id.5.21.b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.3 bind,κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106
;ὅρκοις Th.4.86
, etc.:—[voice] Pass.,εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41
([place name] Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol. 1324b22; ; [ τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9;ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9
, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); (Teos, ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαμβάνω
-
3 ξυναπτω
1) связывать, соединять, сочетать(τινά τινι Eur.)
ξ. βλέφαρα Eur. — смыкать веки;σ. χερὴ χεῖρα Arph. и σ. χεῖρας Plat. — обмениваться рукопожатием;συνάψαι στόμα τινί Eur. — прильнуть устами к кому-л.;ἑκατέρωθεν συνάψαι τὰ ἄκρα Xen. — соединить обе оконечности;συνάψαι χεῖρέ τινος δεσμίοισιν ἐν βρόχοις Eur. — связать чьи-л. руки путами;θρέμμα ξυνημμένον Plat. — спутанный зверь;ἴχνος συνάψαι τινί Eur. — встретиться с кем-л.;σ. λόγον πρός τι Dem. — приступать к обсуждению чего-л.;σ. ὅρκους Eur. — обменяться клятвами;σ. εἰς ἓν τρία ὄντα Plat. — соединить три в одно;σ. κακὰ κακοῖς Eur. — присоединять к старым бедам новые;δύ΄ ἐξ ἑνὸς κακὼ σ. Eur. — удваивать несчастье;τετράχορδα συνημμένα Plut. — четырехструнные созвучия;συνημμένος συλλογισμός Sext. — сопряженный, т.е. условный силлогизм ( типа εἰ νύξ ἐστι, σκότος ἐστί)2) тж. med. завязывать, заключать(γάμους τινί Eur.)
σ. κῆδός τινι Eur. — вступать в союз с кем-л.;σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί Arph. — вступать в беседу с кем-л.;τὸ κῆδος ξυνάψασθαι Thuc. — породниться3) (о войне, сражении и т.п.) завязывать, начинать(πόλεμόν τινι Her. и πρός τινα Thuc.)
ἔχθραν σ. τινί Eur. — вступать во враждебные отношения с кем-л.;νεῖκος πρός τινα συνάφαι Her. — быть во вражде с кем-л.;μάχην σ. τινί Plut. — завязывать бой с кем-л.4) составлять, придумыватьκοινέν σ. μηχανήν τινος Eur. — сообща составлять план чего-л.
5) сталкивать друг с другом(πολλὰς πόλεις Eur.)
6) вовлекать, ввергатьσυνάψαι πάντας ἐς μίαν βλάβην Eur. — ввергнуть всех в одно и то же несчастье;
7) прилегать, примыкать, простираться(τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Her.; τῷ ποταμῷ Polyb.)
συνάψαι θανάτῳ Plut. — граничить со смертью8) находиться в связи, соприкасаться(ἀλλήλοις Arst.)
τῷ καθόλου αἱ ἰδέαι συνάπτουσιν Arst. — идеи связаны с общностью;σ. πρὸς τὸν εἰρημένον πρότερον Arst. — иметь отношение к ранее сказанному9) приближаться, быть близкимσυνάψαντος τοῦ χρόνου Polyb. — когда наступило время;
συνάπτοντος ἤδη τοῦ χειμῶνος Polyb. — так как зима уже близка;λόγος πρὸς μῦθον συνάπτων Arst. — рассказ, близкий к сказке;εἰς χεῖρα γῇ συνάψαι Eur. — подплыть почти вплотную к земле;δρόμῳ συνάψαι ἄστυ Eur. — бегом добраться до города;συνάψαι εἰς τὸν καιρόν Polyb. — прибыть как раз вовремя10) вступать, входить, принимать участиеσ. λόγοισι Soph. — беседовать;
ἐς λόγους ξ. τινί Eur. — вступать в беседу с кем-л. (ср. 3);σ. εἰς χορεύματα Eur. — бросаться в пляску11) охватывать, постигать(λύπη συνάπτει τινί Eur.)
τύχα ποδὸς ξυνάπτει τινί Eur. — счастье благоприятствует чьему-л. путешествию12) вступать в бой, сражаться Her., Plut.συνάψω μαινάσι στρατηλατῶν Eur. — я буду сражаться, предводительствуя менадами
13) med. содействовать, помогать(τινι Eur.)
γνώμης Aesch. — помочь в осуществлении плана14) med. хвататься, пользоваться(σ. τοῦ καιροῦ Polyb.)
-
4 συναπτω
1) связывать, соединять, сочетать(τινά τινι Eur.)
ξ. βλέφαρα Eur. — смыкать веки;σ. χερὴ χεῖρα Arph. и σ. χεῖρας Plat. — обмениваться рукопожатием;συνάψαι στόμα τινί Eur. — прильнуть устами к кому-л.;ἑκατέρωθεν συνάψαι τὰ ἄκρα Xen. — соединить обе оконечности;συνάψαι χεῖρέ τινος δεσμίοισιν ἐν βρόχοις Eur. — связать чьи-л. руки путами;θρέμμα ξυνημμένον Plat. — спутанный зверь;ἴχνος συνάψαι τινί Eur. — встретиться с кем-л.;σ. λόγον πρός τι Dem. — приступать к обсуждению чего-л.;σ. ὅρκους Eur. — обменяться клятвами;σ. εἰς ἓν τρία ὄντα Plat. — соединить три в одно;σ. κακὰ κακοῖς Eur. — присоединять к старым бедам новые;δύ΄ ἐξ ἑνὸς κακὼ σ. Eur. — удваивать несчастье;τετράχορδα συνημμένα Plut. — четырехструнные созвучия;συνημμένος συλλογισμός Sext. — сопряженный, т.е. условный силлогизм ( типа εἰ νύξ ἐστι, σκότος ἐστί)2) тж. med. завязывать, заключать(γάμους τινί Eur.)
σ. κῆδός τινι Eur. — вступать в союз с кем-л.;σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί Arph. — вступать в беседу с кем-л.;τὸ κῆδος ξυνάψασθαι Thuc. — породниться3) (о войне, сражении и т.п.) завязывать, начинать(πόλεμόν τινι Her. и πρός τινα Thuc.)
ἔχθραν σ. τινί Eur. — вступать во враждебные отношения с кем-л.;νεῖκος πρός τινα συνάφαι Her. — быть во вражде с кем-л.;μάχην σ. τινί Plut. — завязывать бой с кем-л.4) составлять, придумыватьκοινέν σ. μηχανήν τινος Eur. — сообща составлять план чего-л.
5) сталкивать друг с другом(πολλὰς πόλεις Eur.)
6) вовлекать, ввергатьσυνάψαι πάντας ἐς μίαν βλάβην Eur. — ввергнуть всех в одно и то же несчастье;
7) прилегать, примыкать, простираться(τῷ Αἰγυπτίῳ πεδίῳ Her.; τῷ ποταμῷ Polyb.)
συνάψαι θανάτῳ Plut. — граничить со смертью8) находиться в связи, соприкасаться(ἀλλήλοις Arst.)
τῷ καθόλου αἱ ἰδέαι συνάπτουσιν Arst. — идеи связаны с общностью;σ. πρὸς τὸν εἰρημένον πρότερον Arst. — иметь отношение к ранее сказанному9) приближаться, быть близкимσυνάψαντος τοῦ χρόνου Polyb. — когда наступило время;
συνάπτοντος ἤδη τοῦ χειμῶνος Polyb. — так как зима уже близка;λόγος πρὸς μῦθον συνάπτων Arst. — рассказ, близкий к сказке;εἰς χεῖρα γῇ συνάψαι Eur. — подплыть почти вплотную к земле;δρόμῳ συνάψαι ἄστυ Eur. — бегом добраться до города;συνάψαι εἰς τὸν καιρόν Polyb. — прибыть как раз вовремя10) вступать, входить, принимать участиеσ. λόγοισι Soph. — беседовать;
ἐς λόγους ξ. τινί Eur. — вступать в беседу с кем-л. (ср. 3);σ. εἰς χορεύματα Eur. — бросаться в пляску11) охватывать, постигать(λύπη συνάπτει τινί Eur.)
τύχα ποδὸς ξυνάπτει τινί Eur. — счастье благоприятствует чьему-л. путешествию12) вступать в бой, сражаться Her., Plut.συνάψω μαινάσι στρατηλατῶν Eur. — я буду сражаться, предводительствуя менадами
13) med. содействовать, помогать(τινι Eur.)
γνώμης Aesch. — помочь в осуществлении плана14) med. хвататься, пользоваться(σ. τοῦ καιροῦ Polyb.)
См. также в других словарях:
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español